- λιρός
- λιρόςboldmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιρός — λιρός, ά, όν (Α) 1. θρασύς, αναιδής, αναίσχυντος 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ παρὰ τὸ δέον πολυλόγος». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με παλιότερη άποψη, η λ. συνδέθηκε με το λίαν, ενώ κατά τους νεώτερους με τα λαιμός ή λιμός. Τέλος, συνδέθηκε… … Dictionary of Greek
λιρά — λιρός bold neut nom/voc/acc pl λιρά̱ , λιρός bold fem nom/voc/acc dual λιρά̱ , λιρός bold fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιρούς — λιρός bold masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЛИРОТЕНИТ — [λιρος (λирос) светлый; κονια (κониа) пыль] м л, Cu2Al[(OH)4|AsO4]·4Н2О. Мон. Габ. уплощенный, уплощенно октаэдрический. Сп. сов. по {110} и {011}. Небесно голубой до медянково зеленого … Геологическая энциклопедия
λιραίνω — (Α) [λιρός] είμαι θρασύς, αναιδής, αυθάδης … Dictionary of Greek
λιρόφθαλμος — λιρόφθαλμος, ον (AM) αυτός που έχει αναίδεια στο βλέμμα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιρός «θρασύς» + ὀφθαλμός] … Dictionary of Greek
lē(i)-1 : lǝi- — lē[i] 1 : lǝi English meaning: to wish Deutsche Übersetzung: “wollen” Material: Gk. (Dor.) λῆν “wollen”, el. λεοίτᾱν “ἐθελοίτην”, gort. λείοι, λείοντι etc., Ion. λῆμα n. “volition”, *λώς “wish, Wahl” (to λῆν, as ζώς to ζῆν),… … Proto-Indo-European etymological dictionary